ραβιόλια

ραβιόλια
τα, Ν
είδος εδέσματος από μικρά τετράγωνα τεμάχια ζύμης, που περιέχουν κιμά και καρικεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ravioli < διαλ. τ. ιταλ. raviolo «μικρό λάχανο, γογγύλι», υποκορ. τού rava < λατ. rapa «ραπάνι, γογγύλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”